θαλασσαετός

θαλασσαετός
ο
1. το πτηνό αλιάετος
2. αυτός που πολέμησε στη θάλασσα, ο θαλασσομάχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • αλιάετος — ο και αλιαίετος (Α ἁλιάετος και ἁλιαίετος) πουλί τών ακτών και τών ποταμών, θαλασσαετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ἀετός, αἰετός η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. νεολατιν. haliaetus] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”